Ακύρωση της διαδικασίας ζητά ζευγάρι που είχε καταδικαστεί
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 705 ΦΟΡΕΣ
Αφορούσε την υπόθεση της Συνεταιριστικής στην Κάσο
Να δικαστεί η έφεσή του εξ αρχής, ζητά, από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, ζευγάρι συμπολιτών μας, που κατηγορείται ότι εμπλέκεται στην υπόθεση της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου στην Κάσο.
Το ζευγάρι έχει ήδη κριθεί ένοχο και έχει καταδικαστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ οι εφέσεις που είχαν ασκήσει είχαν απορριφθεί ως ανυποστήρικτες. Ως εκ τούτου προσέφυγαν με αίτημά τους προς το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου (άρθρο 111 παρ. 8Ν 5090/2024), ζητώντας να ακυρωθεί η διαδικασία με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις τους και να δικαστούν, σε δεύτερο βαθμό εξ αρχής.
Οι αιτήσεις θα εξεταστούν αύριο από το αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο και θα αποφανθεί αν θα τις κάνει δεκτές ή όχι.
Πιο αναλυτικά, στην υπόθεση κατηγορούνται τρία άτομα, ο ταμίας της τράπεζας και το ζευγάρι (άνδρας και γυναίκα), στους οποίους είχαν επιβληθεί πρωτόδικα ποινές κάθειρξης, με αποτέλεσμα, ο ταμίας να οδηγηθεί στη φυλακή, καθώς η έφεσή του δεν είχε αναστέλλουσα δύναμη, κάτι που δεν ίσχυσε για τους συγκατηγορούμενούς του, οι εφέσεις των οποίων είχαν αναστέλλουσα δύναμη.
Οι τρεις εμπλεκόμενοι κατηγορούνται για υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο τους το είχαν εμπιστευτεί με την ιδιότητα του εντολοδόχου και το οποίο υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, αλλά και απάτη στο δικαστήριο, από την οποία το συνολικό όφελος και η προκληθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.
Το πρωτόδικο δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο επί Κακουργημάτων Δωδεκανήσου) στις 12 Δεκεμβρίου 2023 (μετά από διακοπή από τις 9 Νοεμβρίου 2023 συνεδρίασής του) έκρινε ένοχο τον ταμία για υπεξαίρεση ποσού περίπου 660.000 ευρώ και του επέβαλε ποινή κάθειρξης 8 ετών, με την έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη, ένοχο τον σύζυγο για ηθική αυτουργία στην υπεξαίρεση του υπαλλήλου αλλά και για απάτη επί των Δικαστηρίω και του επέβαλε ποινή κάθειρξης 6 ετών για κάθε πράξη, δηλαδή, κατά συγχώνευση συνολική ποινή κάθειρξης 9 ετών, με την έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη, και ένοχη και τη σύζυγο του τελευταίου για απάτη επί των Δικαστηρίων και της επέβαλε ποινή κάθειρξης 6 ετών με την έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη.
Στην ίδια υπόθεση κατηγορούνταν και τα δύο παιδιά του ζευγαριού, όπου το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κρίνει αθώα την κόρη, ελλείψει δόλου ενώ για τον γιο, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Συνήγοροι υπεράσπισης στην υπόθεση παραστάθηκαν οι κ.κ. Νίκος Παπανικήτας, Μανώλης Βλάχος και Σταύρος Παναγιωτακόπουλος.
Οι εφέσεις και η φυλακή
Κατά των παραπάνω αποφάσεων, το ζευγάρι άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερο, ενώ έφεση άσκησε και ο ταμίας, που όμως οδηγήθηκε στη φυλακή, καθώς η έφεσή του δεν είχε αναστέλλουσα δύναμη.
Η υπόθεση προσδιορίστηκε και εκδικάστηκε 23 Σεπτεμβρίου 2024 από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου (που δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου επί Κακουργημάτων Δωδεκανήσου). Ενώπιον του δικαστηρίου εμφανίστηκε μόνο ο ταμίας, όχι όμως και το ζευγάρι των συγκατηγορουμένων του.
Έτσι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις του ζευγαριού ως ανυποστήρικτες και διατηρούνται οι πρωτόδικες ποινές που τους είχαν επιβληθεί, δηλαδή για τον σύζυγο συνολική ποινή κάθειρξης 9 ετών και για τη σύζυγό του ποινή κάθειρξης 6 ετών, τις οποίες θα πρέπει να εκτίσουν.
Σε ό,τι αφορά τον ταμία που δικάστηκε η έφεσή του κανονικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάνοντας δεκτούς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του συνηγόρου υπεράσπισης, κ. Μανώλη Κουτσούκου, του επέβαλε ποινή κάθειρξης 7 ετών.
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, ο ταμίας κατηγορείται ότι, το χρονικό διάστημα από τις 11 Μαρτίου 2005 έως και τις 14 Μαρτίου 2006, υπεξαίρεσε το συνολικό ποσό των περίπου 657.000 ευρώ. Ο δε σύζυγος, κατηγορείται ως ηθικός αυτουργός στην πράξη αυτή του ταμία, ενώ μαζί με τη σύζυγό του κατηγορούνται για απάτη επί τω Δικαστηρίω.
Ότι δηλαδή ενώ είχαν ομόλογα αξίας 200.000 ευρώ έκαστος, για τα οποία – σύμφωνα και με τους ισχυρισμούς της τράπεζας- είχαν πληρωθεί τμηματικά από τις 30 Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 3 Μαΐου 2005, εντούτοις προέβησαν στην έκδοση διαταγής πληρωμής.