Τα γεωργικά κάλαντα Πρωτοχρονιάς Της Βιλλανόβας-Παραδείσι σήμερα

Τα γεωργικά κάλαντα Πρωτοχρονιάς Της Βιλλανόβας-Παραδείσι σήμερα

Τα γεωργικά κάλαντα Πρωτοχρονιάς Της Βιλλανόβας-Παραδείσι σήμερα

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 283 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο
Βασίλειος Ζαχαρίου

Ολα τα προπολεμικά χρόνια, αλλά και πολλά χρόνια ύστερα από τον πόλεμο, ο σύλλογος “Κλεάνθης”, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, οργάνωνε δύο τρεις ομάδες που θα έλεγαν τα κάλαντα σ’ όλα τα σπίτια του χωριού: Κάθε ομάδα είχε τον καλαντιστή της και συνοδευόταν πάντα με ένα ή δύο λαϊκά όργανα.
Κάθε σπίτι ήταν έτοιμο να δεχθεί τους καλαντιστές, έχοντας έτοιμο το δίσκο με τα ποτά και τα γλυκά. Αρχιζαν από νωρίς το βράδυ και τελείωναν τις αυγές.

Τα κάλαντα της Βιλλανόβας τότε, σήμερα Παραδείσι, ονομάστηκαν γεωργικά, γιατί είχαν σαν κύριο περιεχόμενο τη γεωργία και τους γεωργούς. Αφού κι ο Χριστός τους πρώτους που χαιρέτησε ήταν οι ζευγολάτες, το ίδιο κάνει και για τον Αγ. Βασίλειο, τον οποίο αποκαλεί ζευγολάτη.
Ο καλαντιστής ξεκινούσε τα κάλαντα καλησπερίζοντας τον αφέντη του σπιτιού.
«Καλησπέρα, καλή σ’ αυγή καλή σου σπέρα αφέντη. Απόψε καλή σπέρα σας κι αύριο καλή πορνή σας. Κι εμείς οπού ‘ρταμεν εδώ με το δικό σας θάρρος παρακαλούμεν σας πολύ και μην το πάρτε βάρος.
Γιατί καιρός το διάφερε κι η νύχτα το διαφέρει.

Πού’ ρταμεν και στ’ αφέντη μας το πολυχρονεμένου κι οι τοίχοι του είν ‘με το ψηφί κι οι πόρτες με το τόρνο και τα ψηλοπαράθυρα του τόρνου τορνεμένα.
Και στα παραθυράκια του κρέμ-μεται το λοάρι
Και στον αθ’ θον του λοαρίου μελίσσι τριγυρίζει
Το μέλι τρων οι άρχοντες και το κερίν οι Άγιοι
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή ‘ναι του Γεννάρη.
Κι αρχή που περιπάτησεν ο Κύριος στον κόσμο.
Εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Και πρώτον που χαιρέτησε ήταν ο Άγιος Βασίλης.
Και από μακριά το χαιρετάκι από μακριά του λέει:
Καλώς τα κάμνεις Βασίλειε καλό ζευγάρι ντόχεις
Καλόν το λες αφέντη μου καλό κι ευλογημένο που με το βλόγησεν ο Θεός κι είναι χαριτωμένο».

Στη συνέχεια αναφέρεται στα γράμματα και τη γεωργική ζωή του Αγίου Βασιλείου. Και συνεχίζοντας αρχίζει να επαινεί ένα ένα τα μέλη της οικογένειας αρχίζοντας από τον αφέντη.
«Σήκω αφέντη κι άνοιξε, κατέβα απ’ το κλινάρι καματερέ και γρήγορε και άξιον παλληκάρι.
Εσέν’ αφέντη μπρέπουσε τα τρία καλά ζευγάρια
Να ζέχνεις και τα πετρωτά να λιείς και τα λιβάδια
Και πάλε ξαναμπρέπουσε άλλα τρία ζευγάρια
Το μαύρο και το κόκκινο και το στεφανοκέρι.
Το κόκκινο για να ξυπνάς το μαύρο για σπέρνεις και το στεφανοκέρικο για το βαρύ σου αλώνι.
.....................................................................
Αφέντη μας ευγενικέ, που’ χεις μεγάλη χάρη που σ’ έχουμε στον τόπο μας σαν το λαμπρό φεγγάρι.
Εσένα, αφέντη μπρέπει σου η μπούστα το λογάρι.
Για να χαρίζεις στα πτωχά, οπού ‘σαι ψυχηκάρη».
Και συνεχίζει ο καλαντιστής τα παινέματα του αφέντη.
Σειρά τώρα έχει η κυρά του σπιτιού.

«Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαρωμένη με φρονιμάδες κι εμορφιές εσύ ‘σαι στολισμένη.
Κυρά βγενιά των αβγενιών, κυρά των τιμημένων.
Που τίμησες τον άντρα σου κι όλο σου το συγγένιο
Κι όταν τιμάς τον άντρα σου, τιμάσε η γειτονιά σου
Κι όταν τιμάς τη γειτονιά, τιμά σε ο κόσμος όλος
κυρά μαρμαροτράχηλη, κορώνα φορεμένη
Στο βασιλιά την κάμαρη σ’ έχουν ζωγραφισμένη.
Κι όταν σειστείς και λυιστείς να πας στην εκκλησιά σου.

Οι στράτες ρόδα γέμισαν απ’ την περπατησιά σου.
Σαν είσαι και στην εκκλησιά απ’ όλες πάνω είσαι».
Συνεχίζοντας τα παινέματα της κυράς, ακολουθούν της κόρης.
«Πολλά τ’ άπαμε και της κυράς ας πούμε και της κόρης
Κυρά τη θυγατέρα σου ο θιός να στη χαρίσει
Κι ο Άγιος Βασίλειος να στην πολυχρονίσει.
Κυρά τη θυγατέρα σου που δεν έχει ιστορία.
Ούτε στην πόλη βρίσκεται ούτε στη Βενετία
.....................................................................
Κυρά τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει
Κι αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα
Γυρεύει και τη Βενετία, μ’ όλα της τα παλάτια.
Προξενητάδες έρχονται από τη Βαβυλώνα
Να πάρουνε τη κόρη σας πολύ μακριά στα ξένα.
Αφού συνεχιστούν τα παινέματα της κόρης σειρά έχουν οι γιοί.
«Κυρά μου, απού ‘χεις τους υιούς ο θεός να στους χαρίσει
Κι ο Άγιος Βασίλειος να στους πολυχρονίσει.

Κυρά μου, τον υιούκασ’ σου, τον πιο μικρότερό σου
Που πλένεις και χτενίζεις το στην εκκλησία τον πάει
Ο δάσκαλος τον έβαλε για να καλοναρκήσει.
Κι έπεσέν του το κερί κι έκαψε τ’ οκταήχι.
Τον έδερεν ο δάσκαλος με τη χρυσή τη βέργα.
Ως κι η κυρά δασκάλισσα με δυο κλωνιά το μόσκο
Κι ελέρωσεν τα ρούχα του τα χρυσοκεντημένα.
Απού της τα κεντούσανε οι τρεις βασιλοπούλες.
Η μια ήταν του Πρίγκηπα κι άλλη του Βεζύρη
Κι η τρίτη η μικρότερη ήταν του Βασιλέα.
Χαρά στημ μάνα ν’ που ‘χει κι είναι γραμματισμένος.
Και στέκεται στ’ αναλογιό σα μήλο μυρισμένο».

Τα παινέματα συνεχίζονται για το τρίτο γιο που είναι έτοιμος για γάμο.
Αφού τελείωσαν τα παινέματα ο καλαντιστής λέγει στην Κυρά.
«Σήκω κυρά μου κι άνοιξε κατέβα απ’ το κλινάρι
και βάλε μόδι ν’ κάστανα και μόδι λεπτοκόρι
πιάσε ποτήρια αργυρά και φουρφουρένια πιάτα
και φέρε και το δίσκο σου γλυκίσματα γεμάτο.

Σήκω αφέντη κι άνοιξε κατέβα απ’ το κλινάρι
και βάλε και τα ρούχα σου, εφέ και το λιχνάρι και δεν πανώ και δε κατώ ό,τι θα μας πληρώσεις
Γιαπ-πάκι για λουκάνικο για την πλευρά του χοίρου
κι απού τημ μαύρην κότα σου πεντ’ έξι αυγουδάκια.
Κι εδώ που καλαντίσαμε πέτρα να μη ραϊσε
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει
Να ζήσει χρόνια εκατό και να τα απεράσει

κι απού τα εκατόν και κει ν’ ασπρίσει να γεράσει.
Κι αν είναι με το θέλημα χρουσή μου περιστέρα.
Ανοίξατε την πόρτα σας να πούμε: Καλη’ σπέρα
Και εις έτη πολλά».

Διαβάστε ακόμη

Βασίλης Παπανικόλας: Η «πασαρέλα» των υποψηφίων αρχηγών

Φίλιππος Ζάχαρης: Εμείς και οι άλλοι την επόμενη μέρα

Δημήτρης Προκοπίου: Δελφίνια και αλιεία

Μαρία Καρίκη: Πώς έρχεται η «ψυχική ανάταση»;

Θάνος Ζέλκας: Ξέρω ποιος είσαι και τι πρεσβεύεις

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Δαύκος ο άγριος (Daucus sylvestris), κοινώς σταφυλίνος, σταφυλίνακας, σταφυλινάκι, άγριο καρότο

Κατερίνα Τζωρτζινάκη: Το καλοκαίρι είναι ακριβό

Νίκος Μυλωνάς: Μετά την 4η φωτιά στον ΧΥΤΑ... θα κάνει επιτέλους κάτι της προκοπής ο δήμος Κω;