Αγ. Ξάνθης: Ένα ξεχωριστό ταξίδι για τη Ρόδο μας, από τον Γιάννη Κλούβα
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1105 ΦΟΡΕΣ
Γράφει o
Δρ. Αγαπητός Ξάνθης
Αρχιτέκτονας
Ένα ξεχωριστό βιβλίο έφτασε στα χέρια μου. Είναι του Γιάννη Κλούβα, με τίτλο «Το δικό μου ταξίδι!», εκτύπωση-βιβλιοδεσία: b2b Solutions. Ουσιαστικά, σε λίγες σελίδες μπορεί κανείς να διαβάσει το οδοιπορικό ενός άτομου που έζησε το θαύμα του τουρισμού της Ρόδου, στον τομέα της νυχτερινής ψυχαγωγίας. Ένας τομέας, που έκρυβε πολλές χαρές αλλά και πολλές δυσάρεστες στιγμές.
«Στην Νύχτα δεν υπάρχει κανείς να σε σώσει, όσο πιο γρήγορα πάρεις ¨μυρωδιά¨, χαμπάρι, που λέμε, πρέπει από μόνο σου να φύγεις. Είναι δύσκολη και παράξενη δουλεία» (σ.144).
Το βιβλίο έχει μια αφηγηματική χρονολογική σειρά που ξεκινάει από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα και φτάνει μέχρι και το σήμερα. Ένας κύκλος επίπονος, βιωματικός με αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο για να φανεί έντονα το συναίσθημα του πρωταγωνιστή.
Η ζωή του Γιάννη Κλούβα πολυδαίδαλη, ως άλλος πολυμήχανος Οδυσσέας, ψάχνει και διερευνά συνεχώς το καινούργιο στον χώρο που αγαπά, κτίζει όνειρα γιατί απλά «είναι αποτυχία να μην έχεις όνειρα, να μην τολμάς». Η οικογένειά του, με τη σύζυγο Μπερίτ (σσ.35,60) και τα δυο κορίτσια τους, ήταν μια αρχική δοκιμασία που κατέληξε σε μια χαρούμενη οικογένεια και στην τωρινή αγάπη των εγγονιών. Μια διαδρομή με ταλαντώσεις, όπου ονόματα μαγαζιών αλλά και σχέσεις ανθρώπων και επιχειρηματιών έρχονται ωμά στην επιφάνεια για να δείξουν ότι η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας.
«Η ζωή είναι γεμάτη πόρτες, ανοίγουν, κλείνουν περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο αποκτά διαφορετικές εμπειρίες!»
Τα ονόματα των νυχτερινών κέντρων, κλαμπ, δισκοθήκες, αλλά και σχετικά πρόσωπα αποτυπώνουν την άλλη Ρόδο των δεκαετιών που ο τουρισμός της πόλης τότε ανθούσε. Το ’70, ’80 ήταν η εκτίναξη του μαζικού τουρισμού που πιστοποιείσαι τη Ρόδο, ως πρώτο τουριστικό προορισμό της Ελλάδας.
Η αγάπη του συγγραφέα για τη Ρόδο φαίνεται συνεχώς σε κάθε σελίδα του βιβλίου. «Η φήμη του HI-WAY, ξεπερνάει τα όρια του μικρού νησιού μας και έβαζε τη Ρόδο μπροστά σε όλη την Ελλάδα. Ερχόταν η Αθήνα να αντιγράψει το νησί μας!» (σ.117).
Ο Γιάννης Κλούβας εξιστορεί τον επιχειρηματικό και φορολογικό πόλεμο που δέχθηκε από συγκεκριμένα άτομα τότε με αρνητικές στιγμές στον εμπορικό του βίο αλλά και σε προσωπικές εκφάνσεις. Παρ’ όλα αυτά δίνει συνεχώς τη μάχη του, πιστεύοντας κυρίως στον εαυτό του (σ.160) προσφέροντας έτσι τελικά στη Ρόδο το “Blue Lagoon”, το «διαμάντι» του νησιού, όπως το ονομάζει (σ.161).
Εκείνο που ξεχωρίζει στο βιβλίο, είναι οι πικρόγευστες αναφορές στους συνεταίρους (σσ.141,149,159, 200, 203), που ακόμη και τώρα ο Γιάννης Κλούβας αναφέρει σαν λάθος σε σχετική ερώτηση: «Έκανα λάθος στους συνεργάτες/συνέταιρους, οι οποίοι ήταν κατώτεροι των περιστάσεων και μου άφησαν πληγές που ακόμα και σήμερα με πονούν».
Στο δε ξεχωριστό κεφαλαίο «Καμάκια» (σσ.205-225) περιγράφεται όλο το χρονογράφημα αλλά και ο κώδικας δεοντολογίας αυτού του μύθου για το νησί, που έσβησε στις αρχές της δεκαετία του ’90 στρεφόμενη πλέον η νεολαία σε άλλο τρόπο και χώρο διασκέδασης (σ.223). Τα «καμάκια» με τις τουρίστριες ήταν το στοιχείο της λειτουργίας της νύχτας της Ρόδου (σ.58) και βασικό κομμάτι της πελατείας της ζωής των νυχτερινών μαγαζιών (σ.152), μονολογεί ο Γιάννης Κλούβας.
Στο βιβλίο μέσα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει το μοντέλο τού τότε τουρισμού της Ρόδου, με τις μαθητικές εκδρομές και τα «απόνερά τους» (σ.153) αλλά και τον σκληρό ανταγωνισμό των σχετικών καταστημάτων υγειονομικοί ενδιαφέροντος για τη λειτουργία τους.
Για τη Μάνα με Μ κεφαλαίο (σ.16), την κυρά Βασιλεία, την «Αρχόντισσα» όπως την αναγράφει (σ.233), ο Γιάννης Κλούβας αφιερώνει πολλές γραμμές εκτίμησης και σεβασμού σε αντίθετη θέση με τον πατέρα (σ. 23). Όλες οι αναφορές κρύβουν μια λατρεία στο πρόσωπό της σαν να ήταν «ο φύλακας άγγελος» όλων των επιλογών του συντάκτη, πράγμα που φωτίζεται έντονα στα λεγόμενα της αυτοβιογραφίας του (σσ.16,17,23,25,31,38,46,233,234).
Στην κατακλείδα, διαβάζουμε: «Μένω φιλόδοξος. Ονειρεύομαι και τολμώ. Νιώθω πολύ πλούσιος, όχι σε λεφτά άλλα σε εμπειρίες. Το μην έχει λεφτά δεν είναι το πρόβλημα, το να μην έχεις ιδέες είναι! Όταν θέλω να γεμίζω τις μπαταρίες, πηγαίνω στην παλιά μου γειτονία… το Άγιο Παντελεήμονα» (σσ.170-171). Μετά ακολουθούν ευχαριστίες σε συγκεκριμένα πρόσωπα που συνετέλεσαν στις εμπειρίες που καταφαίνονται εκ μέρους του συγγραφέα, κάποιες μοναδικές στιγμές αποτύπωσης, μερικές θέσεις, επτά (7) συμβουλές προς τους νέους και μια εξομολόγηση για τη νυχτερινή διασκέδαση. Έπεται σαν παράρτημα, ένα άλμπουμ από φωτογραφίες των “disco της Ρόδου” και των ιδιόκτητων τους, κάποιες συζητήσεις με επιχειρηματίες εκείνης της εποχής και τέλος, κάποια ηθικά διδάγματα, νουθεσίες και γνωμικά (tips).
Γίνεται στο τέλος, μια ονοματολογική περιγραφή των Disco-Nightclubs-Bouzoukia, (σσ.235-237) που χάθηκαν στον χρόνο, τιμώντας έτσι όλο το οικοδόμημα μιας Ρόδου που πρωτοστατούσε, καινοτομούσε στη διασκέδαση αλλά και αποτελούσε και ένα φωτεινό σταθμό της τουριστικής ανόδου της χώρας μας από το ’70 μέχρι και τα σήμερα.
► Το βιβλίο υφαίνει τη νυχτερινή Ρόδο τού «χθες» μέσα από μια προσωπική, εμπειρική ματιά του επιχειρηματία Γιάννη Κλούβα, για πολλά χρόνια πρόεδρος Εστιατορίων, δημοτικός σύμβουλος στην κοινότητα Ρόδου, εξέχον μέλος του ΕΒΕΔ και πρόσφατα πρόεδρος Ομοσπονδίας Επαγγελματιών-Βιοτεχνών Εμπόρων Δωδ/σου. Αυτή η ύφανση έχει μια μαγεία ειλικρίνειας, θάρρους και απόδοσης.
Ο Γιάννης Κλούβας είναι ένας γνήσιος, ατόφιος «παλιοπολίτης» που δεν μασάει τις κουβέντες του. Πολλές φορές, αυτό τον βοήθησε αλλά και άλλες τον οπισθοδρόμησε. Όπως και να έχει, ο συγγραφέας καταθέτει την αληθινή ψυχή του, χωρίς περιστροφές και φιοριτούρες. Αυτός είναι ακούραστος Γιάννης Κλούβας!
Στο οπισθόφυλλο, ο Γιάννης Κλούβας γράφει ενδεικτικά: «Η διαδρομή μου δεν ήταν στρωμένη από άνθη και ευκολίες. Κυνήγησα με πάθος το όνειρο που είχα. Την επιτυχία δεν μου την εγγυήθηκε κανείς. Ανέβηκα, έπεσα και ξανά, ισορρόπησα. Το σημαντικό είναι να μην τα παρατάς. Κοίταξα τη ζωή κατάματα!» Το βιβλίο μπορεί και πρέπει να έχει μια θέση στη βιβλιοθήκη μας. Για τη Ρόδο, που στύλωσε τα πόδια της στο «θαύμα του τουρισμού» και φώναξε «παρών σ’ ένα μαγικό μεγάλο κόσμο της ψυχαγωγίας.