Ελπίδα Παπαθανασίου, πρόεδρος εργαζομένων του Νοσοκομείου Ρόδου: «Από τον καναπέ μας, δεν αλλάζουμε ό,τι μας πονά και μας πληγώνει σε αυτή τη χώρα»
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 2151 ΦΟΡΕΣ
Συνέντευξη στην Ειρήνη Σαμαρά
eirini_sam@outlook.com
Χωρίς περιστροφές, έτσι ακριβώς όπως είναι η κατάσταση που βιώνουν στο Νοσοκομείο της Ρόδου και οι ασθενείς και οι εργαζόμενοι που απέμειναν να υπηρετούν, η πρόεδρος των εργαζομένων, κα Ελπίδα Παπαθανασίου, περιγράφει την όλη κατάσταση που βιώνουμε. Με λεπτομέρειες, με στοιχεία, με αριθμούς που ισοδυναμούν σε μια κατάσταση που όλους μας πληγώνει και μας προβληματίζει τα τελευταία χρόνια, αναφορικά με τις ελλείψεις σε προσωπικό και όχι μόνο.
Η ίδια, εκπροσωπώντας τους συναδέλφους της, σημειώνει, ότι θα συνεχίσουν να παλεύουν και να συγκρούονται καθημερινά για ένα καλύτερο δημόσιο σύστημα περίθαλψης και καταλήγει: «Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά αν καταφέρουμε με μια μικρή “τρικυμία”, να “δροσίσουμε” και τις ψυχές άλλων ανθρώπων, για μένα αυτό είναι το κέρδος.»
Για μία φορά ακόμα στη Ρόδο, ήρθε ένας υπουργός, εξήγγειλε κάποια μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του Νοσοκομείου. Εσείς που τα ζείτε καθημερινά και τα βιώνετε μαζί με τους ασθενείς σας, τι πιστεύετε;
Η αλήθεια είναι ότι τα μέτρα που εξήγγειλε ως προς την υποστήριξη του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, ο κ. Γεωργιάδης, είναι μια σταγόνα στο ωκεανό, στην ουσία. Μας υποσχέθηκε ότι μέχρι τέλος του χρόνου, πράγμα που το βρίσκω αρκετά ανέφικτο, θα ενδιαφερθεί για το νοσηλευτικό προσωπικό και θα κάνει 50 προσλήψεις. Συνήθως όταν αναφέρονται σε νοσηλευτικό προσωπικό δεν εννοούν νοσηλευτές μόνο. Εννοούν τραυματιοφορείς, βοηθούς θαλάμων, μαίες, νοσηλεύτριες κ.λπ. Για να καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος, θα σας πω απλώς το εξής.
Αυτή τη στιγμή, στη λειτουργία του νοσοκομείου, δουλεύουν 13 βοηθοί θαλάμων, οι οποίες είναι άνω των πενήντα και το θίγω αυτό γιατί είναι ένα επάγγελμα… είναι οι άνθρωποι που θα περιποιηθούν τον κλινήρη ασθενή στο κρεβάτι, θα τον πλύνουν, θα τον λούσουν, θα τον ταΐσουν, θα τον βάλουν σε σωστή θέση, θα τον γυρίζουν ανά δύο-τρεις ώρες, όπως όφειλαν, γιατί δεν υπάρχουν άτομα να το κάνουν, οπότε είναι μια πολύ χειρωνακτική και βαριά δουλειά για το μυοσκελετικό.
Είναι όλα μας τα παιδιά, που συμπτωματικά είναι όλες γυναίκες, διαλυμένοι. Το οργανόγραμμα, ξέρετε πόσες θέσεις από 13 που έχουμε αυτή τη στιγμή, χρειαζόμαστε; Το οργανόγραμμα που είναι του παλιού νοσοκομείου, ούτε καν του τωρινού: 37. Μιλάμε για 14 κλινικές, που κανονικά η κάθε κλινική και όφειλε να έχει δύο τουλάχιστον βοηθούς θαλάμου και να παίρνουν και τα ρεπό τους κ.λπ. Αυτή τη στιγμή, κάποιες κλινικές δεν έχουν καν και κάποιες άλλες μοιράζονται εναλλάξ κάποιον βοηθό θαλάμων. Οπότε ένας βοηθός μπορεί να κάνει 60 ασθενείς, ας πούμε. Είναι ανέφικτο.
Και γι' αυτό, αυτή τη στιγμή, αν κάνουμε μια βόλτα στα παθολογικά, ιδίως, θα δούμε σε τι άθλιες συνθήκες, απάνθρωπες για μένα, βρίσκονται οι ασθενείς. Και είναι μία εικόνα εγκατάλειψης. Είναι μια εικόνα εγκατάλειψης, για μένα, από το ίδιο το υπουργείο, που δεν ενδιαφέρεται. Να πάμε λίγο πιο κάτω, λοιπόν. Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι τραυματιοφορείς. Πάλι μιλάμε για 13 άτομα, για όλο το Νοσοκομείο. Και επειδή είναι βάρδιες, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, αργίες, κ.λπ. Πάλι είναι 13, για όλο το νοσοκομείο, 360 κλίνες. Πού μπορούν να πρωτοπάνε;
Το μέγιστο που μπορείς να έχεις είναι δύο τραυματιοφορείς ανά βάρδια. Που, πραγματικά, γιατί το ζω και εγώ καθημερινά και πονάω μαζί με τους ασθενείς… Καλούμε τραυματιοφορέα για πολύ σοβαρές εξετάσεις, υπέρηχους καρδιάς, γιατί σε μας έχουν και βαριά περιστατικά εδώ στην κλινική με τα εγκεφαλικά, αξονικές, μαγνητικές, κ.λπ. Και δεν προσέρχονται, γιατί είναι κάπου αλλού! Και αναγκάζομαι εγώ με τον γιατρό να πάρω το περιστατικό, να το πάω. Φεύγοντας από την κλινική, που έχει άλλους 8 ασθενείς και τους αφήνεις μετέωρους...
Δηλαδή υπάρχει συνεχής κίνδυνος, νιώθεις ένα διαρκές άγχος εργασιακό, γιατί αφήνεις πίσω εκτεθειμένους τους ασθενείς σου και παράλληλα υποφέρεις κι εσύ σαφώς, αλλά αυτό ας το αφήσουμε στην άκρη για την ώρα. Στην ίδια κατάσταση είναι οι νοσηλευτές. Σε όλα τα νοσοκομεία είναι γνωστό ότι είναι ο κλάδος ο οποίος είναι ο πιο παραμελημένος. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος είναι στην πρώτη γραμμή, αυτός που φαίνεται, αυτός που θα ξεσπάσει πιο εύκολα ο συνοδός κι ο ασθενής, γιατί είναι αυτός που βλέπει πιο άμεσα μπροστά του.
Αλλά πέραν του φόρτου της εργασίας που αντιμετωπίζει, είναι τρομερά ολιγάριθμο το προσωπικό. Μιλάμε αυτή τη στιγμή με την τελευταία καταμέτρηση που έκανα, ότι γύρω στο 60 % έχουμε ελλείψεις από νοσηλευτικό προσωπικό. Οι περισσότερες, λοιπόν, κλινικές αυτή τη στιγμή λειτουργούν με ένα ή δύο άτομα ανά βάρδια. Το «δύο» είναι τεράστιο πλεονέκτημα για μας.
Μιλούσα με τον πρόεδρο του Συλλόγου Εργαζομένων στο ΠΑΓΝΗ και μου λέει «δουλεύω στη Μονάδα Εμφραγμάτων και έχουμε τεράστιο πρόβλημα γιατί ανά βάρδια υπάρχουν 4 με 5 νοσηλευτές για 8 κρεβάτια». Του λέω «έχεις απόλυτο δίκιο» γιατί ξέρω τι σημαίνει αυτό. Υπάρχουν κάποιοι δείκτες, οι οποίοι δίνουν αναλογία νοσηλευτή ανά ασθενή για την ασφάλεια του ασθενή. Το οποίο φυσικά είναι άγνωστο για τους πολιτικούς μας ή μάλλον έχουν επιλεκτική μνήμη.
Και του λέω «καταλαβαίνω απόλυτα τι μου λες, αλλά θέλω να σου πω, στο δικό μας νοσοκομείο, στη Μονάδα Εμφραγμάτων και τις ίδιες ακριβώς κλίνες, είναι δύο άτομα και κάποιες φορές ένα». Καταλαβαίνετε τι κίνδυνος είναι για τον ασθενή; Και το άλλο μεγάλο πρόβλημα του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου είναι ότι αυτή τη στιγμή, ένα μεγάλο ποσοστό νοσηλευτών, είναι ΔΕ, βοηθοί νοσηλευτών, δηλαδή.
Φυσικά χρόνια τώρα έχουν κρατήσει αυτό το νοσοκομείο όρθιο. Δεν θα υπήρχε το νοσοκομείο χωρίς αυτά τα παιδιά. Αλλά αντικειμενικά, αν θέλουμε να μιλάμε για ποιότητα φροντίδας, ο βοηθός νοσηλευτής ΔΕ είναι βοηθός νοσηλευτή. Δεν μπορεί να τον υποχρεώνεις να κάνει τα καθήκοντα του νοσηλευτή. Έχουμε τεράστιο πρόβλημα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αλλά δεν είναι μοναδικός μας κλάδος, γιατί ήθελε προφανώς ο κ. Γεωργιάδης να μου «χαϊδέψει» και εμένα τα αυτιά, όντας νοσηλεύτρια, και να μου μιλήσει για το νοσηλευτικό προσωπικό.
Αλλά είναι άδικο να μην πω ότι υποφέρουν μαζί μας και όλοι οι υπόλοιποι. Δηλαδή, οι τεχνολόγοι του αξονικού και του μαγνήτη είναι τέσσερα άτομα, πάλι βάρδιες, για να βγάζουν όλο το 24ωρο, που σημαίνει ότι κάποιος θα πρέπει να πάρει το ρεπό, κάποιος βγαίνει νυχτερινή ανάπαυση, πόσοι μένουν; Τρεις. Δηλαδή, πάλι μονοβάρδιες. Ό,τι και να συμβεί, πάλι ένα ρεπό θα πάρεις με το ζόρι, αυτή τη στιγμή τα παιδιά και εκεί έχουν οφειλόμενα ρεπό 150, άδειες του 2022 ολόκληρες, κ.λπ. Το ίδιο αντιμετωπίζουμε και στο ακτινολογικό.
Επίσης, το ίδιο πρόβλημα έχουμε και στις τραπεζοκόμους. Άνω των πενήντα και εκείνες όλες, για όλο το νοσοκομείο, πάρα πολύ λίγες. Επίσης διαλυμένες. Το ίδιο φυσικά είναι οι γιατροί. Είναι συγκεκριμένες οι ειδικότητες γιατρών, οι οποίες έχουν το πλεονέκτημα να είναι λίγο περισσότεροι αριθμητικά, όπως η καρδιολογική, ας πούμε, ή η ορθοπεδική. Αυτή τη στιγμή, για να είμαστε ειλικρινείς, οι παθολογικές, λειτουργούν με δύο και δύο γιατρούς. Τέσσερις στο σύνολο. Γιατί είναι δύο άτομα που είναι ήδη με παράταση προς συνταξιοδότηση, οπότε καταλαβαίνετε, τι φόρτο εργασίας να τους δώσουμε να αντιμετωπίσουν;
Και ένας ήδη που βγαίνει σε λίγο σε συνταξιοδότηση. Οπότε, στην ουσία, είναι δύο γιατροί σε κάθε κλινική, οι οποίοι έχουν όλο τον φόρτο και το άγχος στην πλάτη τους. Και παράλληλα, πρέπει να είναι στα επείγοντα και παράλληλα στην κλινική και ό,τι διασπορά μπορεί να υπάρχει, γιατί τα παθολογικά έχουν πάντα πολύ μεγάλο φόρτο εργασίας. Αλλά η παθολόγοι δεν είναι τόσο «διάσημοι», όπως άλλες ειδικότητες.
Κάνατε μια δημόσια ανακοίνωση, ως Σύλλογος, για να στηρίξει ο κόσμος. Ήταν όντως «παρών» στη συνάντηση;
Γενικά, η κατάσταση εδώ μέσα είναι πάρα πολύ δύσκολη και λυπάμαι λίγο, να σας πω την αλήθεια, γιατί ήταν ανοιχτό κάλεσμα κινητοποίησης προς όλη τη Ρόδο. Δέχτηκα πάρα πολλά μηνύματα από ανθρώπους, πολίτες της Ρόδου, που μου έλεγαν ότι «θέλαμε πάρα πολύ να έρθουμε, αλλά εργαζόμαστε» και όντως είναι πάρα πολλοί αυτοί που εργάζονται και σεζόν, και τους καταλαβαίνω και τους ευχαριστώ πάρα πολύ για τη στήριξη και έστω την πνευματική, αλλά θα ήθελα να είναι πιο πολύ κοντά μας.
Κάποια στιγμή, στην κινητοποίηση βρέθηκε ένας ειδικευόμενος γιατρός και, έτσι κουρασμένος μετά την εφημερία που είχε, και είχε μια πολύ δύσκολη εφημερία στα επείγοντα, πήρε το μικρόφωνο, εν εξάλλω, και άρχισε να λέει ότι «μας φωνάζετε ότι θέλετε μονόκλινα, ενώ δεν έχετε σοβαρά προβλήματα υγείας και δεν επαρκούν για τα λοιμώδη προβλήματα, τις λοιμώδεις νόσους που μπορεί να φέρει ένας ασθενής.
Μας φωνάζετε ότι καθυστερείτε δύο και τρεις ώρες στα επείγοντα, ενώ στην Αθήνα μπορεί να περιμένετε έξι και οχτώ. Φωνάζετε για το ότι θέλετε μία εξέταση να γίνει εδώ και τώρα, αλλά τώρα, σε αυτήν την δύσκολη στιγμή που σας ζητάμε να είστε μαζί μας να μας υποστηρίξετε, δεν είστε εδώ.».
Υπάρχουν και αυτοί που σας στήριξαν. Νιώσατε αυτή τη συμπαράσταση;
Είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί είναι η πρώτη φορά, στις κινητοποιήσεις που έχει κάνει το Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου από τους εργαζομένους, που ήρθε πολύς κόσμος κοντά μας και ήρθαν και γύρω μας πάρα πολλοί σύλλογοι, και των εκπαιδευτικών και του δήμου και πάρα πολλοί σύλλογοι, στάθηκαν στο πλάι μας. Θα πω το εξής, γιατί δεν θέλω να είμαι άδικη:
Αν λάβω υπόψη μου την παράμετρο του μήνα, δηλαδή ότι έχουμε Αύγουστο, ότι επίσης πάρα πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι θα προσφύγουν στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου και όχι σε κάποιο ιδιωτικό, συνήθως εργάζονται, είμαι σχετικά ικανοποιημένη. Τώρα, η κρυφή μου ελπίδα ήταν ότι όταν θα έβγαινα έξω στην κεντρική είσοδο που θα γινόταν η κινητοποίηση, θα ήθελα να έβλεπα τους διαδρόμους γεμάτους. Αυτή ήταν η ελπίδα μου.
Γιατί, εγώ ως πρόεδρος τουλάχιστον μπορώ να μιλήσω, των εργαζομένων, δεν νιώθω ότι παλεύω αυτή τη στιγμή μόνο για τους εργαζόμενους αυτών των νοσοκομείων, παλεύω για το νοσοκομείο. Αγαπάω πάρα πολύ τους ανθρώπους και γι' αυτό έχω επιλέξει και αυτό το επάγγελμα. Θέλω να είμαι στο πλάι τους, στις δύσκολες στιγμές, όπως όταν αντιμετωπίζει κάποιος σε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και ήλπιζα ότι το εισπράττουν αυτό, ότι εδώ μέσα καταβάλλουμε πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια για να τους παρέχουμε το οτιδήποτε.
Αυτό λοιπόν, το είπα και στην ομιλία μου, δεν το άκουσε ο κ. Γεωργιάδης γιατί προφανώς ενδιαφερόταν να βρει εκείνη την ώρα το μήνυμα, να μου το διαβάσει. Έχω ακούσει πάρα πολλές φορές το επιχείρημα, το οποίο το χρησιμοποίησε ο κ. Γεωργιάδης, ότι λαμβάνουμε πολλές φορές καλές κριτικές. Και είναι αλήθεια. Και εγώ όταν κάνω τις αξιολογήσεις εδώ και μοιράζω τα έντυπα στους συνοδούς και στους ασθενείς να μας αξιολογήσουν, ο μέσος όρος, όχι μέσος, σχεδόν όλοι...
Μας γράφουν πάρα πολύ καλά λόγια. Μας διαφεύγει, όμως, η παράμετρος η εξής: όταν ένας άνθρωπος, που έχει ενσυναίσθηση τουλάχιστον, βλέπει ότι κοπιάζεις από πάνω του και του παρέχεις ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό με βάση τις συνθήκες, θα νιώσει ευγνωμοσύνη γι' αυτό που του παρέχεις. Μπορεί να γκρινιάξει ότι «καθυστερήσατε εκεί» κ.λπ., αλλά το συνολικό του συναίσθημα θα είναι ευγνωμοσύνη. Οπότε δεν είναι αξιόπιστος δείκτης η αξιολόγηση που θα λάβεις από έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει υποφέρει σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου και θα σου δώσει καλές κριτικές μετά.
Υπάρχουν επιστημονικοί δείκτες. Και το να μου διαβάζει ο κ. Γεωργιάδης ένα μήνυμα που έλαβε από μια Αγγλίδα γιατρό, ευχαριστήριο μήνυμα προς το νοσοκομείο, εμένα προσωπικά νιώθω ότι με προσβάλλει. Γιατί υποτιμάει τη νοημοσύνη μου. Υπάρχουν επιστημονικοί δείκτες που δείχνουν την πραγματικότητα αυτή τη στιγμή στο νοσοκομείο. Και τους ξέρει πολύ καλά ο κ. Γεωργιάδης.
Υπάρχει και μια μερίδα κόσμου, οι οποίοι σας μεταθέτουν τις ευθύνες και λένε, για παράδειγμα, ότι εσείς είστε αυτοί που φταίτε για τις ελλείψεις και την επιβαρυμένη κατάσταση του νοσοκομείου;
Να σας πω την αλήθεια, εγώ προσωπικά, δηλαδή, την εμπειρία μου με την επαφή με τον κόσμο εδώ μέσα δεν το έχω εισπράξει αυτό. Στα μέσα (κοινωνικής δικτύωσης), δηλαδή στη σελίδα που διαχειρίζομαι για τον Σύλλογο, υπάρχουν κάποια σχόλια του τύπου «τους ψηφίσατε» και διάφορα τέτοια. Τα παραβλέπω γιατί δεν μπορεί να υπάρξει γόνιμος διάλογος όταν απαντάς έτσι.
Προσωπική μου γνώμη είναι καταρχάς, πώς μπορείς να ξέρεις τι ψήφισε ο άλλος, όταν του απευθύνεσαι έτσι; Και δεύτερον, όλο αυτό δεν κρύβει λίγο θυμό και μίσος; Εγώ δεν θέλω να κρατάω τέτοια συναισθήματα μέσα μου, ούτε να τα αναπαράγω. Είμαι ο άνθρωπος, ο οποίος προσπαθεί να βρει λύσεις. Θέλω να βρω λύσεις. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο και δεν πιστεύω ότι ούτε ως μονάδα, ως Ελπίδα, ούτε ως Σύλλογος μπορώ να ανατρέψω το κατεστημένο και να φέρω προσλήψεις ή να κάνω το οτιδήποτε. Αυτό που μου δίνει δύναμη μέσα μου και με ωθεί να συνεχίσω να παλεύω αυτή τη στιγμή, είναι ότι, αν αλλάξει κάτι, θα αλλάξει από τον κόσμο.
Και αν το επικοινωνώ, το πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση εδώ μέσα και για τους ίδιους τους ασθενείς και για το προσωπικό, ίσως καταφέρω να το περάσω αυτό το μήνυμα στον κόσμο έξω, να συνειδητοποιήσει την κατάσταση και να έρθει δίπλα μας, μαζί να διεκδικήσουμε μια καλύτερη ποιότητα παροχών υπηρεσιών υγείας. Εμένα αυτό μου δίνει δύναμη αυτή τη στιγμή. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι με τη συνάντησή μου με τον κ. Γεωργιάδη θα ανατρέψω τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Σαφώς και όχι. Είμαι αιθεροβάμων, αλλά όχι τόσο! (γέλια)
Είναι ένας αγώνας διαρκής, ετών, για το νοσοκομείο μας. Πολλοί χαρακτηρίζουν αυτές τις δράσεις, φιέστες που δεν θα αλλάξουν τον κόσμο. Τι νομίζετε εσείς ότι ισχύει τελικά;
Θα απαντήσω με μία ερώτηση. Το να παραμένουμε στους καναπέδες μας και να κοιτάμε το κινητό και την τηλεόραση και όλα αυτά που μας πλασάρουν, γιατί νιώθω ότι ό,τι μας πλασάρουν αυτή τη στιγμή είναι για να μην σκεφτόμαστε παραπέρα, αλλάζει τον κόσμο;
Αν τελικά εμείς οι ίδιοι δεν πάρουμε την πρωτοβουλία και την ευθύνη αυτών που βιώνουμε για να αναλάβουμε την ευθύνη να αλλάξουμε κάτι, ποιος θα το κάνει; Εγώ αυτή τη στιγμή, τίμια εντελώς μιλώντας, είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος, αν με ρωτούσατε πριν δύο χρόνια «θα ανακατευόσουν ποτέ με συλλόγους, πολιτικά δρώμενα;» και τα λοιπά, θα σας έλεγα ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση!
Τι με ανάγκασε λοιπόν μέσα μου συνειδησιακά και μόνο ήταν ότι ό,τι και να βλέπω στον χώρο της υγείας, όποια κίνηση και να βλέπω διαμαρτυρίας πηγάζει κυρίως και τονίζεται από τον ιατρικό κλάδο. Ακόμα και στη διάρκεια της πανδημίας, η οποία ήμουν μέσα στο COVID (τμήμα), δούλευα στο COVID από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία, άκουγες στις τηλεοράσεις για το έργο των γιατρών και κάποια στιγμή διαμαρτυρήθηκα και λέω, «φυσικά οι γιατροί κάνουν πάρα πολύ μεγάλο έργο, αλλά είναι οι μόνοι που το κάνουν; Ποιος είναι δίπλα στον ασθενή 24 ώρες;» Και κάπου εκεί άρχισε να έρχεται μια σύγκρουση μέσα μου και λέω, «Όχι! Αυτή τη σύγκρουση πρέπει να τη μετατρέψεις σε κάτι θετικό». Και είπα ότι τελικά πρέπει εγώ να αναλάβω την ευθύνη μου ως άτομο, να μιλήσω εγώ για το νοσηλευτικό προσωπικό από τη δική μου σκοπιά.
Πώς νιώθει κάποιος που αναλαμβάνει αυτό το βάρος, μιας τέτοιας θέσης;
Δεν είχα βέβαια στόχο να γίνω πρόεδρος στο σωματείο, αλλά κάπως τα έφεραν οι συγκυρίες και έγινε και αυτό. Βέβαια, επειδή είμαι ένας άνθρωπος, νομίζω… Κάποιος με έχει χαρακτηρίσει κάποτε «Δον Κιχώτη». Κάπως έτσι, ιδεολογικά, παλεύω για τον αδύναμο. Δεν μπορώ να μιλάω μόνο για τους νοσηλευτές, γιατί βλέπω ότι στο πλάι μας παλεύουν όλοι εδώ μέσα.
Ακόμα και οι καθαρίστριες, τις οποίες δεν μπορώ να τις υπερασπιστώ, γιατί δεν ανήκουν επισήμως στο δημόσιο σύστημα του νοσοκομείου, αλλά είναι ιδιωτική εταιρεία. Ακόμα και εκείνες παλεύουν τόσο σκληρά εδώ μέσα και τις βλέπω τόσο διαλυμένες, που νιώθω χρέος ότι πρέπει να τα πω.
Νομίζετε με τον καιρό ότι τα προβλήματα αυξάνονται και μεγαλώνουν;
Στο Νοσοκομείο της Ρόδου αυτή τη στιγμή είμαι 7 χρόνια. Από άποψη προσωπικού, σαφώς έχουμε μειωθεί σημαντικά. Για πολλούς λόγους, είτε είναι συνταξιοδότηση, είναι και η παράμετρος ότι δεν έχει έρθει πίσω προσωπικό που έχει φύγει, δηλαδή. Και ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι πια δεν έρχεται κόσμος ακόμα και αν προκηρύσσονται κάποιες θέσεις, δηλαδή τις τελευταίες προκηρύξεις, νομίζω, κάλεσαν 10 άτομα, αρνήθηκαν όλοι. Δικαίως για μένα.
Το ξέρω ότι αυτό που θα πω τώρα είναι λάθος, αλλά επειδή είμαι πρώτα άνθρωπος και μετά νοσηλεύτρια, δεν θα καλούσα κανέναν εργαζόμενο να έρθει να δουλέψει με βάση αυτές τις συνθήκες που αντιμετωπίζω εγώ και οι συνάδελφοί μου αυτή τη στιγμή στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου. Το ξέρω ότι ακούγεται σκληρό που το λέω, αλλά επειδή, όπως είπα, είμαι πρώτα άνθρωπος και μετά εργαζόμενη, ξέρω ότι όποιος έρθει εδώ μέσα θα υποφέρει μαζί μας. Είναι σαν να τον προσκαλώ να έρθει μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δεν θα το έκανα, δεν το θεωρώ τίμιο. Πώς να σας το περιγράψω, αυτή τη στιγμή ο μέσος εργαζόμενος, έχει τεράστια ποσοστά burnout, εξουθένωση, δηλαδή, στα Ελληνικά.
Οι περισσότεροι, με όποιον και να μιλήσετε, η σκέψη τους είναι να φύγουν. Και αυτοί που δεν είναι να φύγουν, περιμένουν ένα-δύο χρόνια να πάρουν τη σύνταξή τους και λένε πώς θα περάσουν. Έχουν όλοι άδειες του ‘21 και του ‘22 οφειλόμενες, ειλικρινά σας μιλάω για ατελείωτα, εκατοντάδες οφειλόμενα ρεπό, και έχουν αγανακτήσει. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Έχουν αγανακτήσει. Δηλαδή ακόμα και έναν νοσηλευτή που θα δεις στον διάδρομο ή έναν τραυματιοφορέα να φωνάζει, δεν είναι επειδή είναι κακός άνθρωπος, αναγκαστικά. Είναι επειδή δεν αντέχει άλλο.
Αλλά δεν το καταλαβαίνουν αυτό, γιατί κλασικά στα παπούτσια του άλλου είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπεις. Βέβαια, δεν εγκρίνω τέτοιες συμπεριφορές, σε καμία περίπτωση, αλλά μπορώ να τις καταλάβω, γιατί το ζω και εγώ εδώ μέσα. Νιώθεις ότι χάνεις τον εαυτό σου. Οπότε, ναι, σίγουρα η κατάσταση χειροτερεύει, κλιμακώνεται μπορώ να πω. Και γι' αυτό έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο πια, και αρχίζουμε και εμείς και έχουμε πιο ενεργή δράση, στις κινητοποιήσεις κλπ. Γιατί, κακώς, σε καθηλώνει πολλές φορές η ελπίδα. Ελπίζεις, ελπίζεις, ελπίζεις, αλλά τελικά συνειδητοποιείς ότι κάποιες φορές η ελπίδα δεν είναι πάντα υπέρ σου.
Δεν αρκεί από μόνη της, πρέπει εκτός από την ελπίδα να υπάρχει και η δράση. Οπότε, έχουμε φτάσει, νομίζω, πια σε αυτό το στάδιο. Ότι πρέπει να κινητοποιηθούν και ευτυχώς αρχίζουν και το συνειδητοποιούν, πολλοί και από τους εργαζόμενους εδώ μέσα. Βέβαια, αντιμετωπίζω και το άλλο πρόβλημα, ότι πολλοί φοβούνται.
Όταν βγήκα, λοιπόν, μια μέρα στο ραδιόφωνο, με ρώτησε κάποιος δημοσιογράφος και μου λέει, «τι εννοείτε φοβούνται; Φοβούνται τη διοίκηση, φοβούνται κάτι;». Λοιπόν, έχω να απαντήσω σε αυτό το εξής, που είναι πια απόρροια, νομίζω, συμπέρασμα, μάλλον, δικό μου. Νομίζω πια ότι ο κόσμος, και όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο αυτό, γενικά φοβάται πια. Δηλαδή, είναι ο τρόπος που μας πλασάρονται πια τα πράγματα, που όλοι έχουμε πιο εύκολη την αδράνεια απ’ ό,τι την κινητοποίηση. Όλοι φοβόμαστε. Άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Κι εγώ φοβάμαι. Απλά, εμένα αυτό που με ωθεί είναι ότι αυτή τη στιγμή, η δύναμη ψυχής που έχω, όποια είναι αυτή, είναι λίγο πιο δυνατή απ' τον φόβο μου.
Οι ασθενείς πώς πιστεύετε ότι εισπράττουν την κατάσταση αυτή;
Δεν μπορώ να μιλήσω γενικά. Μπορώ να μιλήσω από αυτούς που έχω αντιμετωπίσει εγώ εδώ μέσα και σε άλλες κλινικές που υπήρξα. Σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, δηλαδή 8 στους 10 για μένα, καταλαβαίνουν πολύ καλά τι περνάμε. Και όταν ακούω επιχειρήματα του τύπου, «Η Ρόδος πιστεύει ότι το νοσοκομείο είναι σε πολύ καλή κατάσταση» με βρίσκει πολύ αντίθετη, γιατί κάθε μέρα από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι εδώ μέσα, μου λένε το ακριβώς ανάποδο. Ότι «το νοσοκομείο είναι όρθιο αυτή τη στιγμή εξαιτίας των δικών σας προσπαθειών, όχι από κάτι άλλο».
Οπότε, νομίζω ότι ο μέσος πολίτης καταλαβαίνει πολύ καλά ότι ό,τι συμβαίνει είναι από το δικό μας έργο. Βέβαια, πάντα υπάρχουν και οι φωνές, συνήθως αυτές που είναι λίγο πιο τυφλές πολιτικά. Δηλαδή, δυστυχώς για κάποιο λόγο στην Ελλάδα, όταν εκφράζεις ένα πρόβλημα, όταν εκθέτεις ένα πρόβλημα, κατευθείαν στο μυαλό κάποιων, συνδέεται με το ότι πρέπει να εκφράζεις μια πολιτική ιδεολογία εκείνη τη στιγμή. Και αναρωτιέμαι εγώ, πρέπει να μπουν στη μέση πολιτικές ιδεολογίες και να μας χωρίσουν ή να μας ενώσει η άθλια κατάσταση αυτή τη στιγμή που θα αντιμετωπίσει ένας ασθενής μπαίνοντας στο νοσοκομείο; Και ακόμα, ας πούμε ότι ο ασθενής αυτή τη στιγμή θα αντιμετωπίσει μια κατάσταση με υπερβάλλοντα ζήλο από τους νοσηλευτές, τους γιατρούς και το λοιπό προσωπικό, που θα είναι σχετικά βιώσιμη σε κάποιες συνθήκες.
Πολλοί σας θεωρούν «ήρωες», τους γιατρούς και τους νοσηλευτές.
Τον εργαζόμενο του νοσοκομείου πάντα πρέπει να τον θεωρούμε ήρωα; Έχω κουραστεί με αυτό, πραγματικά. Δεν είμαστε ήρωες. Είμαστε άνθρωποι. Γιατί για να είσαι ήρωας πρέπει να έχεις υπεράνθρωπες δυνάμεις. Δεν έχουμε. Ούτε μαγικό ραβδί, ούτε σκούπα, ούτε πετάμε, ούτε τίποτα. Είμαστε άνθρωποι, είμαστε εργαζόμενοι! Και για μένα είναι πάρα πολύ άδικο να μου προσάπτεις τέτοια χαρακτηριστικά ενώ δεν τα έχω. Είμαι άνθρωπος, είμαι ένας εργαζόμενος, πολίτης αυτού του κράτους. Και όπως όλοι, έχω και εγώ δικαιώματα. Δεν έχω μόνο υποχρεώσεις.
Μιλήστε μας για τη “μάχη” που δίνετε όλοι εσείς για να διατηρηθεί το αγαθό της δημόσιας υγείας.
Όσοι εργαζόμενοι, θα σας πω αρχικά ότι έχουμε εξαντλήσει τις δυνάμεις μας αυτή τη στιγμή αλλά παρ' όλα αυτά πάντα συνεχίζουμε όρθιοι και παλεύουμε με τις εναπομείνασες της άμυνάς μας. Δεν είναι ψέμα να πω, και θα το δείτε δηλαδή, ερχόμενοι στο νοσοκομείο, για τον οποιοδήποτε λόγο...
Οι γιατροί και οι νοσηλευτές θα κάνουν τους τραυματιοφορείς πέραν των καθηκόντων τους, για να μπορέσει να εξυπηρετηθεί ο ασθενής. Επίσης, και γιατρός και νοσηλευτής θα κάνει τον βοηθό θαλάμου. Θα καθαρίσει, θα πλύνει, θα τακτοποιήσει. Πολλές φορές ακόμα, θα σφουγγαρίσουμε αν χρειαστεί, αν δηλαδή λερώσει ένας ασθενής οτιδήποτε. Το ίδιο έργο παρέχουν όλοι οι συνάδελφοι. Δηλαδή δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι ειδικότητες έχουν τεράστιες υπερωρίες εδώ μέσα, γιατί δεν βγαίνουν οι βάρδιες.
Ένας άνθρωπος να αρρωστήσει, δεν βγαίνει το πρόγραμμα. Υπάρχουν συνάδελφοι και ανάμεσά τους κι εγώ, οι οποίοι κάνουμε διπλοβάρδιες. Δηλαδή, θα έρθουμε εφτά η ώρα το πρωί και θα φύγουμε έντεκα το βράδυ. Επίσης δεν καταγράφονται πουθενά αυτά! Αλλά όλα αυτά δεν είναι γιατί θα πληρωθούμε έξτρα, γιατί κάθε υπερωρία, αν τα δείτε, με τις νέες νομοθεσίες που έχουν περάσει, είναι 1,50 ευρώ. Ποιος θα καθόταν να δουλέψει, με 1,50 ευρώ υπερωρία; Δεν το κάνεις, λοιπόν, για το κόστος το χρηματικό.
Και είναι αστείο να το λέμε αυτό. Το κάνεις μόνο γιατί ξέρεις ότι πρέπει να εξυπηρετηθούν οι ασθενείς, να βγει το πρόγραμμα και να εξυπηρετηθεί ο εκάστοτε συνάδελφος που μπορεί να έχει αρρωστήσει. Και δεν έχει το δικαίωμα να αρρωστήσει.
Ερχόμαστε εδώ μέσα άρρωστοι, με πυρετό, ξέρετε πόσες φορές συνάδελφοι είναι με τους ορούς, παίρνουν το φάρμακο, βάζουν επίδεσμο και συνεχίζουν; Δηλαδή, πραγματικά, σε ποια χώρα αξίζουν τέτοιες συνθήκες εργασίας; Δεν το καταλαβαίνουν, όμως, και δεν τους ενδιαφέρει να το καταλάβουν. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αλλά, σας λέω, δυστυχώς, αυτές είναι οι συνθήκες. Θα συνεχίζω να τις φωνάζω, γιατί είναι πραγματικότητα. Κι όποιος έχει αντίλογο, ας έρθει εδώ μαζί μου, να τις δει.
Γιατί δεν αλλάζει αυτό;
Γιατί δεν αλλάζει… Ωραία ερώτηση. Είναι μεγάλη συζήτηση αυτή. Δεν αλλάζει, για μένα, η προσωπική μου άποψη είναι αυτή. Γιατί όλα αυτά πηγάζουν από συγκεκριμένες πολιτικές. Οι πολιτικές οι σημερινές που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα στον χώρο της υγείας και, δυστυχώς όχι μόνο στον χώρο της υγείας, γιατί για μένα υπάρχουν δύο πυλώνες αυτή τη στιγμή, που πρέπει να κρατάει κάθε κράτος:
Είναι η δημόσια υγεία και η δημόσια παιδεία. Και οι δύο αυτή τη στιγμή, πλήττονται σοβαρά. Είναι δύο πυλώνες που για μένα είναι τόσο σπουδαίοι που θα έπρεπε να είναι αδιαμφισβήτητοι. Η παιδεία είναι τόσο σημαντική για την ανάπτυξη του πνεύματός μας και για την καλλιέργειά μας, ώστε να ξέρουμε πού βαδίζουμε, να έχουμε στόχους και να αναπτύσσεται το πνεύμα μας, που επίσης μας το καθηλώνουν και είναι επιδίωξη να το καθηλώνουν, για μένα.
Και απ’την άλλη είναι η υγεία. Δεν μπορείς να διαπραγματευτείς το ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα η παροχή δημόσιων υπηρεσιών υγείας και ποιοτικών. Γιατί αυτή τη στιγμή μιλάμε για δημόσιες παροχές υγείας ευτελείς, για μένα. Δεν αλλάζει λοιπόν, γιατί είναι πάγια πολιτική αυτή, ο κατακερματισμός του δημόσιου συστήματος υγείας. Όταν ήρθε ο κ. Γεωργιάδης, τον ρώτησα και του λέω «εσείς θα δουλεύατε μονοβάρδια σε μια κλινική 30 ασθενών για να λάβετε 900 ευρώ μισθό, κάτω από αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας;».
Και ξέρετε τι μου απάντησε; «Όχι, θα πήγαινα να δουλέψω σε ιδιωτικό». Έχω δουλέψει όμως σε ιδιωτικό και μπορώ να απαντήσω ότι ούτε εκεί είναι καλές οι συνθήκες εργασίας. Οπότε, ερχόμαστε στο κύριο θέμα, γιατί δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι, όπως ξαναείπα. Όταν η πρότασή σου είναι να στραφεί κάποιος στον ιδιωτικό τομέα, είναι σαν να λες ότι «δεν ενδιαφέρομαι αυτή τη στιγμή για τη δημόσια υγεία και τις παροχές που θα λάβει ο ασθενής, γιατί θα φύγεις.».
Η πρόταση του υπουργού, λοιπόν, ήταν να φύγουμε, από ό,τι καταλαβαίνετε. Ποιος θα μείνει πίσω; Κι αυτός που θα μείνει πίσω, με τι δυνάμεις θα παλέψει για τους ασθενείς; Γι' αυτό λέω, για μένα είναι ιδιωτικοποίηση, παρότι ο κ. Γεωργιάδης μου τόνισε πολλές φορές ότι στόχος δεν είναι η ιδιωτικοποίηση και κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο αυτή τη στιγμή, παρά μόνο τμηματικά θα μπορούσε να γίνει και έχει νόημα, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες στο εξωτερικό.
Εγώ θα πω ότι ακόμα και η μερική ιδιωτικοποίηση δεν βοηθάει. Και το έχουμε δει εμπράκτως, από ό,τι έχει ιδιωτικοποιηθεί εδώ μέσα ήδη, στα νοσοκομεία. Αλλά, έστω, και να το δεχτώ λοιπόν αυτό, τελικά τι κόστος θα έχει για τον ασθενή, ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει; Γι’ αυτό λέω ότι είμαστε πια στο χείλος του γκρεμού για μένα και πρέπει όλοι να παλέψουμε και να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα. Γιατί, αυτά χάνουμε αυτή τη στιγμή, τα αυτονόητα. Τη δωρεάν υγεία και τη δωρεάν παιδεία. Αν δεν τους ενδιαφέρει τους πολίτες αυτό, τότε μάλλον άδικα φωνάζουμε.
Τελικά, λοιπόν, υπάρχει ελπίδα;
Λοιπόν, όπως ξαναείπα πριν, συνειδητά επιλέγω να είμαι ιδεολόγος. Και θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει ελπίδα. Δεν πιστεύω ότι οι αλλαγές γίνονται από τη μία μέρα στην άλλη, αν και κάποιες φορές γίνονται κι έτσι, αλλά πιστεύω ότι, όσο συνεχίζουμε να υπάρχουμε εμείς, έστω οι λίγοι «γραφικοί» που συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για πράγματα, τα οποία είναι για το κοινό καλό και δεν έχουμε πολιτικές σκοπιμότητες και κομματικές, όπως θέλουν κάποιοι να τις «βάψουν», υπάρχει ελπίδα.
Και υπάρχει ελπίδα, κυρίως για μένα, από τα νέα παιδιά. Αυτά που είναι της δικής μας της γενιάς και μικρότερα, που έρχονται αντιμέτωπα καθημερινά με όλα αυτά τα προβλήματα και είναι στο χέρι τους αυτή τη στιγμή, να βάλουν φρένο σε όλα αυτά. Γιατί εμείς πρέπει να βάλουμε το φρένο.
Οι πολιτικές, αποδεδειγμένα ιστορικά, είναι για τους πολιτικούς. Δεν είναι για εμάς, οπότε εμείς πρέπει να χτίσουμε το τείχος που χρειάζεται και να ορθώσουμε το ανάστημά μας, μπροστά σε όλα αυτά, για να αναχαιτίσουμε όλα αυτά που είναι ενάντια στο κοινό καλό. Πιστεύω, λοιπόν, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά αν καταφέρουμε με μια μικρή «τρικυμία», να «δροσίσουμε» και τις ψυχές άλλων ανθρώπων, για μένα αυτό είναι το κέρδος.